Το μεσημέρι, όταν ήρθε το όρντινο -θα φεύγαμε την άλλη μέρα με το asia του triestino- της τό'πα. Δεν έδειξε καμιά ταραχή. Ετοιμάσαμε μαζί τις βαλίτσες μου. Της χάρισα την κουβέρτα μου, το μαξιλάρι, το στρώμα και δυο σεντόνια ιρλαντέζικα.
Με φώναξε ο καμαρώτος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου.
Ο καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει το σοβαρό του ύφος.
Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.
-Πάρε όσα αυγά περισσέψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό.
Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα.
Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το thermos νερό. Της τό' πα.
-Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
-Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
-Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκοντας κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
-Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.
-Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
-Πώς είναι?
-...είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
-Και πώς βοηθάει?
-Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
-Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονώ είσαι?
-'Οσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς?
Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει.
Δε φάνηκε.
Με φώναξε ο καμαρώτος και κατέβηκα στην καμπίνα του Καπετάνιου.
Ο καπετά Χαράλαμπος είχε πάρει το σοβαρό του ύφος.
Έβαλε το χέρι στον ώμο μου.
-Πάρε όσα αυγά περισσέψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό.
Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα.
Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το thermos νερό. Της τό' πα.
-Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
-Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
-Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκοντας κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
-Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.
-Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
-Πώς είναι?
-...είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
-Και πώς βοηθάει?
-Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
-Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονώ είσαι?
-'Οσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς?
Έφυγε τα μεσάνυχτα. Περίμενα πολλήν ώρα πως θα γυρίσει να με χαιρετήσει.
Δε φάνηκε.
..........................................................................................................
..........................................................................................................
..........................................................................................................
Στο τελωνείο του Πειραιά ένας ελεγκτής ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα πού' χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνιά ξεφτισμένη.
Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της.
25.12.68
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΛΙ
απόσπασμα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου